- βουλεβαρδιέρος
- ο1) завсегдатай бульваров, гуляний; 2) завсегдатай салонов, светских гостиных
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βουλεβαρδιέρος — ο αυτός που συχνάζει σε βουλεβάρτα, ο κοσμικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. boulevardier < boulevard (πρβλ. βουλεβάρτο)] … Dictionary of Greek